cigarette Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cigaretteΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/cigarette.mp3{,sıgə’ret} (Ουσιαστικό)● σιγαρέττο● τσιγάρο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση