break


break
Προφορά

{breık}

(Ουσιαστικό)
● διακοπή
● διάσπαση
● θραύση

(Ρήμα)
● δαμάζω
● παραβιάζω
● ρηγνύω
● θραύω
● σπάζω

└[Εκφράσεις]┘
● give a break = δίνω ένα διάλειμα
● without a break = μονορούφι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.