break Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply breakΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/b/break.mp3{breık} (Ουσιαστικό)● διακοπή● διάσπαση● θραύση (Ρήμα)● δαμάζω● παραβιάζω● ρηγνύω● θραύω● σπάζω └[Εκφράσεις]┘● give a break = δίνω ένα διάλειμα● without a break = μονορούφι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση