boot


boot
Προφορά

{bu:t}

(Ουσιαστικό)
● παπούτσι
● υπόδημα
● μπότα

(Ρήμα)
● κλωτσώ

└[Εκφράσεις]┘
● to boot = επιπλέων

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.