battery Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply batteryΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/b/battery.mp3{‘bætərı} (Ουσιαστικό)● πυροβολαρχία● μπαταρία● ηλεκτρική συστοιχία● συσωρευτής● κτύπημα● βιαιοπραγία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση