bar Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply barΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/b/bar.mp3{bɑ:r} (Ουσιαστικό)● ράβδος● μεταλλικό τεμάχιο● λοστός● σκυτάλη● μανιβέλα● μπάρα● λάμα● κώλυμα● μοχλός● δοκός καρένας πλοίου● μπαρ● ποτοπωλείο● δικηγορικό σώμα (Ρήμα)● κωλύω● αποθαρρύνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση