anchor Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply anchorΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/anchor.mp3{‘æŋkər} (Ουσιαστικό)● άγκυρα (Ρήμα)● αγκυροβολώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση