adhesive Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply adhesiveΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/adhesive.mp3{æd’hi:sıv} (Επίθετο)● συγκολλητικός● κολλώδης (Ουσιαστικό)● αυτοκολλητό Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση