addiction Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply addictionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/addiction.mp3{ə’dıkʃən} (Ουσιαστικό)● εθισμός● επιρρέπεια● ροπή σε κάποιο ελάττωμα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση