accredit Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply accreditΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/accredit.mp3{ə’kredıt} (Ρήμα)● διαπιστεύομαι● δίδω πίστιν● διαπιστεύω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση