absentee Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply absenteeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/absentee.mp3{,æbsən’ti:} (Ουσιαστικό)● κτηματίας διαμένων μακριά από το κτήμα του● απουσιάζων● απών Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση