αυτοκατάλυση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκατάλυση αυτός + κατάλυση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοκατάλυση
✦ το να καταλύει, να καταστρέφει κάποιος τον εαυτό του, αυτοκαταστροφή: αυτή η ανελέητη αυτοκριτική, αυτή η ανελέητη αυτοκατάλυση μπορεί να είναι ένα αβάσταχτο ηθικό μαρτύριο (Κ. Βάρναλης)
✦ (χημ.) η επιτάχυνση χημικής αντιδράσεως από τα σώματα που παράγονται κατά την ίδια την αντίδραση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–