αυτοθαυμασμός


αυτοθαυμασμός
Προφορά

Ετυμολογία
αυτοθαυμασμός αυτοθαυμάζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυτοθαυμασμός

✦ ο θαυμασμός που αισθάνεται κάποιος για τον εαυτό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.