αυτοθέλητος
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοθέλητος μεσαιωνική ελληνική αὐτοθέλητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτοθέλητος -η, -ο
✦ αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι με δική του θέληση
Συνώνυμα
αυτόβουλος, οικειοθελής, αυτοπροαίρετος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αυτοθέλητα (Κ αυτοθελήτως)