άυλος
Προφορά
Ετυμολογία
άυλος μεταγενέστερη ελληνική ἄυλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άυλος -η, -ο
✦ ο χωρίς υλική υπόσταση: ήταν… βράδυ και μόνο τ’ άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά (Κ. Χατζόπουλος)
✦ λεπτεπίλεπτος, αιθέριος: η κορμοστασιά του λυγερή κι ωσάν άυλη από την μακριάν άσκηση (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άυλα (Κ αΰλως)