slumberer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply slumbererΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/slumberer.mp3 (Ουσιαστικό)● κοιμωμένος ελαφρά Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση