shot


shot
Προφορά

{ʃɒt}

(Ουσιαστικό)
● πυροβολισμός
● σφαίρα
● σφαιρίδια
● βολή
● τουφεκισμός
● σκοπευτής
● ποτό
● φωτογραφία
● ένεση
● – αόρ. του ‘shoot’

└[Εκφράσεις]┘
● not by a long shot = ούτε στην καλύτερη περίπτωση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.