shot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply shotΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/shot.mp3{ʃɒt} (Ουσιαστικό)● πυροβολισμός● σφαίρα● σφαιρίδια● βολή● τουφεκισμός● σκοπευτής● ποτό● φωτογραφία● ένεση● – αόρ. του ‘shoot’ └[Εκφράσεις]┘● not by a long shot = ούτε στην καλύτερη περίπτωση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση