pestilential Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pestilentialΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pestilential.mp3{,pestı’lenʃəl} (Επίθετο)● μιασματικός● λοιμώδης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση