
old
Προφορά
{əʋld}
(Επίθετο)
● παλιός
● γέρικος
● γεροντικός
● χρόνιος
● παλαιός
● ηλικιωμένος
(Ουσιαστικό)
● γριά
● γέρος
└[Εκφράσεις]┘
● any old thing = οποιοδήποτε πράγμα
● grow old = γερνώ
● How old are you? = πόσων χρονών είστε;
● in the old days = τον παλιό καιρό
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση