milk


milk
Προφορά

{mılk}

(Ουσιαστικό)
● γάλα

(Ρήμα)
● αμέλγω
● αρμέγω

└[Εκφράσεις]┘
● whole milk = γάλα μη αποβουτυρωμένο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.