αδειανός


αδειανός
Προφορά

Ετυμολογία
αδειανός άδειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδειανός -ή, -ό

✦ ο χωρίς περιεχόμενο, κενός: αδειανό ποτήρι – στομάχι
✦ φρ. με αδειανά χέρια, χωρίς δώρο, χωρίς να αποκομίσει όφελος, άπρακτος: μας επισκέφθηκε, μετά από τόσα χρόνια, με αδειανά τα χέρια – πήγε να τον πείσει να του δώσει το δάνειο αλλά έφυγε με αδειανά τα χέρια
✦ εύκαιρος, μη απασχολημένος: όταν έβρισκε αδειανό καιρό, καθόταν… να μελετήσει τη ζωή του (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
γεμάτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.