look


look
Προφορά

{lʋk}

(Ουσιαστικό)
● βλέμμα
● ματιά
● μορφή
● όψη
● ύφος

(Ρήμα)
● βλέπω
● φαίνομαι
● κοιτάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.