exhaust


exhaust
Προφορά

{ıg’zɔ:st}

(Ουσιαστικό)
● εκφεύγοντα αέρια καύσης της μηχανής

(Ρήμα)
● παρακολουθώ
● εξαντλώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.