απολίνωση
Προφορά
Ετυμολογία
απολίνωση μεταγενέστερη ελληνική ἀπολίνωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απολίνωση
✦ δέσιμο με λινή κλωστή |(ιατρ.) περίδεση αιμοφόρου αγγείου για την κατάπαυση αιμορραγίας σε περιπτώσεις χειρουργικής επέμβασης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–