coupling


coupling
Προφορά

{‘kʌplıŋ}

(Ουσιαστικό)
● σύζευξη
● δεσμός
● ένωση
● ζευγάρωμα
● κομπλάρισμα
● σύνδεση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.