ψύχωση
Προφορά
Ετυμολογία
ψύχωση └γαλλ┘ psychose
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψύχωση
✦ διανοητική νόσος, διαταραχή κατά την οποία παρατηρείται απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, συχνά δημιουργία παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και μεταβαλλόμενες νοητικές διαδικασίες
✦ αγωνιώδης κατάσταση κατά την οποία επικρατεί μια αντίληψη, ιδέα, εικόνα: δημιουργήθηκε στο κοινό μια ψύχωση επικείμενου πολέμου
✦ έντονη ψυχική κλίση: έχει ψύχωση με το θέατρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–