ανυστερόβουλος
Προφορά
Ετυμολογία
ανυστερόβουλος ἀ στερητικό + υστερόβουλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανυστερόβουλος -η, -ο
✦ ο χωρίς υστεροβουλία, που δεν αποβλέπει σε ίδια, κυρίως υλικά οφέλη: τον είχανε σε υπόληψη… για τον ανυστερόβουλο πατριωτισμό του (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
ανιδιοτελής
Αντίθετα
υστερόβουλος, ιδιοτελής
Επιρρήματα
ανυστερόβουλα