φωτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
φωτίζω αρχαία ελληνική φωτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φωτίζω
✦ εκπέμπω φως, φέγγω
✦ (μτφ. ) ενημερώνω, εξηγώ, διαφωτίζω: θέλω να με συμβουλέψεις, να με φωτίσεις, να με βοηθήσεις (Β. Ρώτας)
✦ καθοδηγώ: ελπίζω να τον φωτίσει ο Θεός (Μ. Καραγάτσης)
✦ (για ιερέα) ευλογώ με αγιασμό: να του κάμει έναν αγιασμό, να φωτίσει τα βόδια και το αλέτρι (Π. Πρεβελάκης)
✦ (απρόσ.) φωτίζει, ξημερώνει, φέγγει
✦ (μέσ.) φωτίζομαι, βαφτίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–