φρεγάδα
Προφορά
Ετυμολογία
φρεγάδα └βενετ┘ fregada
Ερμηνεία
φρεγάδα
✦ παλιό τρικάταρτο πολεμικό πλοίο
✦ (μτφ. ) γυναίκα γεμάτη και καμαρωτή
✦ ευέλικτο και γρήγορο πολεμικό πλοίο, που φέρει οπλικά συστήματα για την αντιμετώπιση εχθρικών σκαφών επιφανείας, υποβρυχίων και αεροπλάνων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–