φρεναπάτη
Προφορά
Ετυμολογία
φρεναπάτη φρην, φρενός + απάτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φρεναπάτη
✦ ψευδαίσθηση, παραίσθηση: γεννιέται μέσα μου η φρεναπάτη πως το λιμάνι απομακρύνεται μπροστά στην ακινησία μας (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–