φινλανδικός
Προφορά
Ετυμολογία
φινλανδικός Φινλανδία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φινλανδικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φινλανδία ή τους Φινλανδούς
✦ θηλ. φινλανδική ως ουσ., η γλώσσα που μιλούν οι Φινλανδοί
✦ πληθ. ουδ. τα φινλανδικά ως ουσ., η φινλανδική γλώσσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–