υπερφίαλος
Προφορά
Ετυμολογία
υπερφίαλος αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπερφίαλος -η, -ο
✦ (μτφ. ) αλαζόνας, υπερόπτης, επηρμένος: υπερφίαλος κυβερνήτης
✦ (μτφ. ) αλλαζονικός: ο υπερφίαλος, ο ξέφρενος πολιτισμός των μηχανών (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–