υπεραξία


υπεραξία
Προφορά

Ετυμολογία
υπεραξία μεταγενέστερη ελληνική ὑπεραξία, └θηλ┘ του επιθέτου ὑπεράξιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπεραξία

✦ η επί πλέον αξία
✦ (οικονομολ.) η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός αγαθού και της αμοιβής της εργασίας η οποία απαιτείται για την παραγωγή του, διαφορά που καρπώνεται ο εργοδότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.