υπεξαγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
υπεξαγωγή μεταγενέστερη ελληνική ὑπεξαγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπεξαγωγή
✦ λαθραία εξαγωγή, αφαίρεση
✦ (νομ.) υπεξαγωγή εγγράφων, η σκόπιμη απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή εγγράφου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–