υδατοδιαλυτός
Προφορά
Ετυμολογία
υδατοδιαλυτός ύδωρ, ύδατος + διαλυτός• απόδ. στην └ελλ┘ του └γαλλ┘ όρου hydrosoluble
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υδατοδιαλυτός -ή, -ό
✦ αυτός που μπορεί να διαλυθεί στο νερό: υδατοδιαλυτές ουσίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–