υγροτροπισμός


υγροτροπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
υγροτροπισμός υγρός + τρέπομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υγροτροπισμός

(βιολ.) αναγκαστική, προσανατολισμένη μετακίνηση των οργανισμών που υπαγορεύεται από την υγρασία του αέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.