τσαπράζια


τσαπράζια
Προφορά

Ετυμολογία
τσαπράζια └τουρκ┘capraz

Ερμηνεία
τσαπράζια

✦ ουσ. (ιδ. στην ηπειρωτική Ελλάδα) ασημένια κοσμήματα της παλιάς εθνικής ανδρικής ενδυμασίας, που φοριούνται σταυρωτά: Κίτσο μου, που ‘ναι τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια; (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.