τσαχπίνικος


τσαχπίνικος
Προφορά

Ετυμολογία
τσαχπίνικος τσαχπίνης

Ερμηνεία
επίθετο┘ τσαχπίνικος -η, -ο

✦ ο σχετικός με τον τσαχπίνη, ο χαρακτηριστικός του τσαχπίνη, ναζιάρικος: κουνιότανε ολόκληρη μ’ ένα ύφος παιχνιδιάρικο, τάχατες αθώο, μα πολύ τσαχπίνικο (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.