τσαούσης
Προφορά
Ετυμολογία
τσαούσης όψιμο μεσαιωνική ελληνική τσιαβούσης και τσαούσιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τσαούσης
✦ θηλ. τσαούσα λοχίας του τουρκικού στρατού
✦ (μτφ. ) άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–