τσαμασίρια


τσαμασίρια
Προφορά

Ετυμολογία
τσαμασίρια └τουρκ┘camasιr (= ασπρόρουχα)

Ερμηνεία
τσαμασίρια

✦ ουσ. τα κινητά προσωπικά είδη, αντικείμενα κάποιου, μάζεψε τα τσαμασίρια του κι έφυγε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.