αντίκρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
αντίκρισμα αντικρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίκρισμα
✦ η κατά πρόσωπο συνάντηση
✦ αντιμετώπιση
✦ χρηματική εγγύηση
✦ το υπάρχον στην τράπεζα ποσό στη διάθεση εκείνου που εκδίδει επιταγή: επιταγή χωρίς αντίκρισμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–