τρόμος
Προφορά
Ετυμολογία
τρόμος αρχαία ελληνική τρόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τρόμος
✦ ρίγος, τρεμούλα
✦ υπερβολικός ή ξαφνικός φόβος, τρομάρα
✦ φρ. φόβος και τρόμος, μεγάλος φόβος· (για πρόσ.) φόβητρο: η γριά έγινε ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–