τρομώδης
Προφορά
Ετυμολογία
τρομώδης αρχαία ελληνική τρομώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τρομώδης -ης, -ες
✦ που συνοδεύεται από τρεμούλα, τρεμουλιαστός: τρομώδης κίνηση |(ιατρ.) τρομώδες παραλήρημα, διανοητική ταραχή τοξικής αιτίας, που προσβάλλει ιδ. τους αλκοολικούς· διεθν. όρος: delirium tremens.**
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–