τρελός


τρελός
Προφορά

Ετυμολογία
τρελός μεσαιωνική ελληνική τρελός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τρελός -ή, -ό

✦ φρενοβλαβής, παράφρων
(μτφ. ) απερίσκεπτος, ανόητος
(μτφ. ) θορυβοποιός, άτακτος
✦ έξαλλος, παράφορος
✦ (ειδ.) ο παράφορα ερωτευμένος
✦ φρ. τρελός παπάς σε βάφτισε, δεν είσαι στα καλά σου, είσαι τρελός

Συνώνυμα
λωλός, μουρλός ,αστόχαστος, παλαβός
Αντίθετα
λογικός, γνωστικός ,φρόνιμος, στοχαστικός
Επιρρήματα
τρελά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.