αντικανονικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντικανονικός αντί + κανονικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντικανονικός -ή, -ό
✦ ο μη κανονικός, ο αντίθετος προς τον κανόνα ή τον κανονισμό: αντικανονική εκλογή προεδρείου της συνελεύσεως
✦ (ειδ. για κληρικό) ο μη κανονικός, που έχει χειροτονηθεί κατά παράβαση των κανόνων της εκκλησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αντικανονικά (Κ αντικανονικώς)