ταξιδιωτικός


ταξιδιωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ταξιδιωτικός ταξιδιώτης

Ερμηνεία
ταξιδιωτικός

✦ -ή, -ό κ. ταξιδιώτικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο σχετικός με τους ταξιδιώτες ή τα ταξίδια, ο χρήσιμος στα ταξίδια: ταξιδιωτικός σάκος – κρέμουνται στους ώμους τους ταξιδιώτικα ταγάρια (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.