ταμείο


ταμείο
Προφορά

Ετυμολογία
ταμείο αρχαία ελληνική ταμεῖον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ταμείο

✦ χρηματοκιβώτιο, κάσα
✦ γραφείο όπου γίνονται εισπράξεις ή πληρωμές
✦ ο απολογισμός εισπράξεων και πληρωμών, η οικονομική διαχείριση
✦ το απόθεμα σε μετρητά
✦ υπηρεσία ή οργανισμός που έχει ως έργο να διενεργεί εισπράξεις και πληρωμές
✦ ίδρυμα αλληλασφάλειας: ταμείο περιθάλψεως – προνοίας – συντάξεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.