ταμειακός
Προφορά
Ετυμολογία
ταμειακός ταμείον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ταμειακός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το ταμείο
✦ ταμειακή μηχανή, μηχανή που καταγράφει και αθροίζει τις τιμές των προϊόντων που αγοράζει ο πελάτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ταμειακά κ.ταμειακώς