συντρέχω
Προφορά
Ετυμολογία
συντρέχω αρχαία ελληνική συν-τρέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συντρέχω
✦ παρέχω συνδρομή, βοήθεια: ας με συντρέξουν οι θεοί (Κ. Βάρναλης)
✦ συντελώ, συνεργώ
✦ (μτφ. ) συμφωνώ, συμπίπτω
✦ φρ. δεν συντρέχει λόγος, δεν υπάρχει λόγος, αιτία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–