στροφή
Προφορά
Ετυμολογία
στροφή αρχαία ελληνική στροφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στροφή
✦ αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης
✦ περιστροφική κίνηση γύρω από άξονα, βόλτα
✦ καμπή, γύρισμα δρόμου
✦ (μτφ. ) αλλαγή προς διαφορετική κατεύθυνση, αλλαγή νοοτροπίας, αντιλήψεων, χειρισμών που επικρατούσαν ή ίσχυαν: στροφή της κυβέρνησης προς δεξιές επιλογές – στροφή του εκλογικού σώματος προς τα μικρά κόμματα
✦ μέρος ποιήματος που αποτελεί ρυθμική ενότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–