στρίμωγμα
Προφορά
Ετυμολογία
στρίμωγμα στριμώχνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στρίμωγμα
✦ συμπίεση, σπρώξιμο
✦ πυκνή συγκέντρωση πλήθους, συνωστισμός: στο σπίτι του λοχαγού γινότανε στρίμωγμα, σα να ήταν γάμος ή κηδεία. Ο ένας έμπαινε, ο άλλος έβγαινε (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) αδιέξοδη, δύσκολη κατάσταση: οικονομικό στρίμωγμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–